Του Όθωνα Κουμαρέλλα
Το «μνημονιακό» «φιλοευρωπαϊκό» μαύρο μέτωπο -παρά τις αποπροσανατολιστικές «κλοτσοπατινάδες» μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του και των αντίστοιχων κομμάτων που το εκφράζουν και το εκπροσωπούν στο κοινοβούλιο και την κοινωνία- παραμένει αρραγές και με ενιαία γραμμή. Μια γραμμή απολύτως συνεπή στην καταστροφολογική προσέγγιση οποιασδήποτε άλλης λύσης με προοπτική απελευθέρωσης από τα δεσμά της κατοχής. Για το μαύρο μέτωπο και τους ευρωλάγνους τα πράγματα είναι απλά και δρομολογημένα. Απαγορεύεται το οτιδήποτε διαφορετικό!
Από την αντίπερα όχθη των δυνάμεων που προτείνουν μια διαφορετική λύση με αιχμή την έξοδο από την ευρωένωση και την καθιέρωση εθνικού νομίσματος, η εικόνα είναι αυτή του κατακερματισμού των απόψεων και των θέσεων. Και αυτό συμβαίνει παρά τις συστηματικές εκκλήσεις από όλες σχεδόν τις πλευρές, για την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός μεγάλου μετώπου που θα συμπεριλαμβάνει όλες τις προοδευτικές, «αντιμνημονιακές» και πατριωτικές - δημοκρατικές δυνάμεις.
Το γεγονός αυτό, του κατακερματισμού και της πανσπερμίας των απόψεων και ενώ καλούνται...
να αποδεικνύουν το αυτονόητο απέναντι στην ακατάσχετη καταστροφολογία, οδηγεί τελικά στην κατά κράτος επικράτηση του μαύρου μετώπου, αφού προκαλείται σύγχυση και εν τέλει μεγάλη απογοήτευση στην πλειοψηφία της πένουσας κοινωνίας. Μιας κοινωνίας όπου μέσα σε αυτό το θολό τοπίο δεν μπορεί να διακρίνει σημάδια ελπίδας και προοπτικής, έξω από τους καταστροφικούς μονοδρόμους, που το καθεστώς κατοχής και οι εκφραστές του επιβάλλουν.
Είμαστε υποχρεωμένοι, να εξαιρέσουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΕ) το οποίο ακόμα και με τις πρόσφατες δηλώσεις του Γενικού του Γραμματέα στην κρατική ραδιοτηλεόραση, επιβεβαιώνει το γεγονός, ότι αδιαφορεί πλήρως για τα τεκταινόμενα. Δεν θέλει να ασχοληθεί με μια επείγουσα, ρεαλιστική λύση του προβλήματος προς όφελος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Θεωρεί το νόμισμα ένα απλό εργαλείο, που δεν είναι δική του δουλειά να το ορίζει, αλλά προσβλέπει μόνο σε αυτό που το ίδιο ονομάζει «λαϊκή» εξουσία.
Χωρίς να την περιγράφει σαφώς, ούτε τον τρόπο για την κατάκτησή της, θεωρεί προφανώς, μέχρι τότε, δεδομένο και αδιαπραγμάτευτο το δικαίωμα στο προνόμιο της έκδοσης και ρύθμισης της κυκλοφορίας του νομίσματος στον εκάστοτε τραπεζίτη. Με τον τρόπο αυτό το ΚΚΕ εξαιρεί τον εαυτό του από οποιαδήποτε συζήτηση για μια άμεση λύση στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης της χώρας και της ταχείας παραγωγικής ανασυγκρότησης για την ανακούφιση και τη -στη συνέχεια- ευημερία του ελληνικού λαού.
Εξαιρούμε επίσης, τη νεοναζιστική «Χρυσή Αυγή», η οποία παρά τις δήθεν υπερπατριωτικές κορώνες των ηγετικών της στελεχών, επί της ουσίας και κάθε κρίσιμη στιγμή, τάσσεται αναφανδόν υπέρ της παραμονής της χώρας στην ευρωένωση. Είναι απολύτως κατοχική δύναμη και χρησιμοποιείται από το καθεστώς ως «μπαμπούλας» και για αποπροσανατολισμό και προπέτασμα καπνού για να κρύβεται από πίσω ο πραγματικός εχθρός, που είναι το ίδιο το κατοχικό καθεστώς.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν: το Ε.ΠΑ.Μ., η ΛΑΕ, το «Σχέδιο Β’», η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η «Πλεύση Ελευθερίας», ανεξάρτητες προσωπικότητες, όπως ο κ. Λαπαβίτσας με το ΕΔΕΚΟΠ και άλλοι.
Τελευταία μάλιστα ο γνωστός κ. Βαρουφάκης επιδιώκει να επιβιβαστεί λάθρα στο σκάφος του «αντιμνημονιακού» μετώπου με πολλές νέες -πλην ανερμάτιστες- εμφανίσεις και παρεμβάσεις του. Τόσο όμως ο ίδιος, όσο και διάφοροι άλλοι που παρουσιάζονται ως έχοντες τη «μοναδική» λύση, δεν είναι τίποτε άλλο από προπαγανδιστές και «λαγοί» του καταστροφικού διπλού νομισματικού συστήματος, με την επί της ουσίας εισαγωγή ενός παράλληλου στο ευρώ υποτιμήσιμου νομίσματος, ελεγχόμενου από το ευρωσύστημα, έστω κι εάν το ονομάσουν «δραχμή». Ενός διπλού νομισματικού συστήματος που δεν χάνει ευκαιρία να θέτει κατά καιρούς στο τραπέζι ο κ. Σόιμπλε.
Υπάρχουν βέβαια και διάφοροι περιφερόμενοι, δήθεν προοδευτικοί, που ενώ αναγνωρίζουν τις καταστροφές που έχει υποστεί η χώρα κάτω από το καθεστώς κατοχής και υπερθεματίζουν μάλιστα σε πατριωτικό λόγο, μας καλούν -από καθέδρας- να σκύψουμε το κεφάλι και να υπομένουμε, αφού οι ίδιοι αδυνατούν να φανταστούν, ότι μπορεί να υπάρχει ζωή εκτός ευρώ και ΕΕ.
Με όλους αυτούς είναι αδύνατη η οποιαδήποτε συνεννόηση, πολύ περισσότερο μια πολιτική συμπόρευση, αφού στην πράξη λειτουργούν, όχι μόνο αποπροσανατολιστικά, αλλά επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των φοβιών στους πολίτες απέναντι στην έξοδο από την ευρωένωση. Αποτελούν έτσι, πολύτιμα στηρίγματα και αναχώματα υπέρ του καθεστώτος. Μαζί με αυτούς λειτουργούν επίσης, διάφορες μικρές ομάδες, τάχα συλλογικότητες, που υπερβάλλουν σε «επαναστατικό» λόγο, καθοδηγούμενες από τυχοδιωκτικά στοιχεία, συνήθως μεμονωμένους επιτήδειους, που το καθεστώς ξέρει να χρησιμοποιεί πολύ καλά, για να πολυδιασπά το μαζικό κίνημα, εκμεταλλευόμενο τους πόθους, τις αγωνίες, την ημιμάθεια και πολλές φορές την αφέλεια πολλών ανθρώπων.
Μένοντας λοιπόν σε αυτούς που καταθέτουν πρόταση και δεν «παπαγαλίζουν» τις προτάσεις άλλων, πολλές φορές συγχέοντάς τες μεταξύ τους, είτε από άγνοια, είτε από σκοπιμότητα, ας δούμε ποια είναι τα πεδία διαφοροποιήσεων στις προτάσεις και πόσο σημαντικά, ή ασήμαντα είναι αυτά.
Τα πεδία αυτά είναι το χρέος, η αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή καθ’ αυτή η διαδικασία μετάβασης στο εθνικό νόμισμα, η υποτιθέμενη υποτίμησή του και ο συνεπαγόμενος πληθωρισμός.
Τα πεδία αυτά μολονότι αλληλένδετα και αλληλοσυμπληρούμενα τόσο στις αιτίες, όσο και στις προοπτικές επίλυσής τους, είμαστε υποχρεωμένοι να τα εξετάσουμε σε ξεχωριστές ενότητες, προκειμένου να ανιχνεύσουμε με ασφάλεια την ομοιότητα, ή τις διαφορετικότητες των επί μέρους προτάσεων, σε σχέση με τις συνέπειες και τις επιπτώσεις που θα προκαλέσουν.
Στο παρόν πρώτο μέρος αυτού του σημειώματος, καταγράφουμε τις απόψεις για το κορυφαίο ζήτημα του χρέους και τις προτάσεις για την αντιμετώπισή του.
Για το χρέος.
Κατ’ αρχήν οφείλουμε να απαντήσουμε εάν το χρέος της χώρας είναι τεχνικό - οικονομικό ζήτημα, ή ένα κατ’ εξοχήν εθνικό και κοινωνικό, άρα κορυφαίο πολιτικό ζήτημα. Επίσης, αν χωρίς τη ριζική αντιμετώπιση αυτού του κεφαλαιώδους ζητήματος, μπορεί να υπάρξει προοπτική για την πατρίδα και το λαό μας.
Εάν το χρέος είναι πολιτικό ζήτημα, τότε οι όροι και οι προϋποθέσεις αντιμετώπισής του είναι επίσης καθαρά πολιτικοί, με τις οικονομοτεχνικές μελέτες να έρχονται να ενισχύουν, ή να αποδυναμώνουν την πολιτική επιχειρηματολογία.
Μολονότι ελάχιστοι -φαίνεται- να θεωρούν το χρέος ως πολιτικό ζήτημα πρώτης προτεραιότητας, που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, οι περισσότεροι μιλούν για την ανάγκη μιας βαθιάς διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του. Πολλοί φτάνουν στο σημείο να το χαρακτηρίζουν ακόμα και παράνομο, αν όχι όλο, ένα τμήμα του τουλάχιστον, και επιμένουν σε λογιστικό έλεγχο. Οι περισσότεροι προτείνουν παύση πληρωμών. Όμως η κοινή συνισταμένη όλων εκτός του Ε.ΠΑ.Μ. -που μιλά για καταγγελία και μη αναγνώριση του συνόλου του χρέους- είναι η απομείωση των υποχρεώσεων αποπληρωμής των χρεών μέσω διαπραγματεύσεων και με κάποιου είδους συναίνεσης με τους δανειστές. Θεωρούν μάλιστα αναγκαία την αποπληρωμή του τμήματος του χρέους που θα αναγνωρισθεί κοινή συναινέσει στο νέο εθνικό νόμισμα και με κάποιου τύπου «ρήτρα» ανάπτυξης.
Στο πρόσφατο φυλλάδιο που κυκλοφόρησε η ΛΑ.Ε. για το εθνικό νόμισμα δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο δημόσιο χρέος και η ανάγκη διαγραφής του. Ενδεχομένως, κατά την άποψή τους, δεν είναι το ζήτημα του χρέους πρωταρχικό και κυρίαρχο. Έτσι, είμαστε υποχρεωμένοι να αποταθούμε σε τοποθετήσεις στελεχών του εν λόγω κόμματος και κυρίως στο βιβλίο του κεντρικού του στελέχους Γιάννη Τόλιου, που λογικά εκφράζει -ως ένα βαθμό τουλάχιστον- τις θέσεις του πολιτικού του φορέα.
Διαβάζουμε λοιπόν στη σελίδα 42 του βιβλίου, ότι για το χρέος θα εφαρμοστεί η αρχή lex monetae, δηλαδή η μετατροπή του στο νέο εθνικό νόμισμα, για να αποπληρώνεται σε’ αυτό. Βεβαίως σε άλλα σημεία του ίδιου βιβλίου ο κ. Τόλιος αναφέρεται στη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους, το οποίο υπολογίζει περίπου στο 80% και την αποπληρωμή του υπολοίπου με «ρήτρα» ανάπτυξης (σελ. 71). Και όλα αυτά βεβαίως θα γίνουν μέσω διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Ενώ σε άλλα σημεία συνδέει άμεσα τη διαγραφή του χρέους με τη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων.
Επίσης, ακούσαμε τον κ. Λαπαβίτσα στην εκδήλωση όπου παρουσίασε τη μελέτη του ιδίου και συνεργατών του, να αναφέρεται στη μετατροπή του χρέους στο νέο νόμισμα και την ανάγκη διαπραγμάτευσης προκειμένου να διαγραφεί ένα μεγάλο μέρος του. Δεν μας λέει πόσο, ενώ κάνει αναφορά στη σύσταση επιτροπής λογιστικού ελέγχου.
Συγκεκριμένα διαβάζουμε στη σελίδα 74 της μελέτης του ΕΔΕΚΟΠ που δημοσιοποιήθηκε και στο σημείο 4: «Η απόφαση για αναστολή των εξωτερικών πληρωμών, θα καταστήσει άμεσα ληξιπρόθεσμο το δημόσιο χρέος και συνεπώς η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να εξοφλήσει τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ, ούτε να αποπληρώσει τα δάνεια του ΔΝΤ. Τα χρέη προς τον ΕΤΧΣ, τον ΕΜΣ και άλλες διμερείς/πολυμερείς οφειλές που προκύπτουν από τα προγράμματα «διάσωσης» έχουν μια μεγάλη περίοδο χάριτος. Αφού οι οφειλές καταστούν ληξιπρόθεσμες, η Ελλάδα θα πρέπει να κοινοποιήσει αίτημα για τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης για τη ρύθμιση του χρέους, και τη σημαντική διαγραφή μέρους του αρχικού κεφαλαίου. Η θέσπιση μιας Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου, η οποία θα εξετάσει τη νομιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους, θα ήταν σημαντικό μέρος της διαδικασίας προκειμένου να εξασφαλίσει τη δημοκρατική συμμετοχή της πλειοψηφίας. Είναι πιθανό να πρέπει να καθοριστεί μια «ρήτρα ανάπτυξης» και ένα όριο αποπληρωμής του χρέους (τόκων και κεφαλαίου) σε σχέση με το ΑΕΠ ή τις εξαγωγές, σε όλες τις μορφές διακανονισμού του χρέους».
Στην ίδια εκδήλωση είδαμε την επί κεφαλής του «Πλεύση Ελευθερίας» να επαναλαμβάνει τα περί λογιστικού ελέγχου του χρέους, αλλά μέχρις εκεί. Τίποτε άλλο περισσότερο διαφωτιστικό.
Επίσης, σε πρόσφατο άρθρο του ο Κώστας Παπουλής του «Σχέδιο Β’» με τίτλο «Τετρασέλιδο ερωτήσεων και απαντήσεων: Ευρώ ή Δραχμή;», στην προσπάθειά του, να απαντήσει για το χρέος, επαναλαμβάνει τα περί διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του, χωρίς να αναφέρεται με σαφήνεια στη διαδικασία, ενώ καταλήγει κι αυτός στην πρόταση περί μετατροπής του μέρους του χρέους που θα απομείνει στο νέο εθνικό νόμισμα και την αποπληρωμή του με αυτό.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ουδείς αναφέρεται αναλυτικά και δεν αιτιολογεί, αυτό που προσώρας μόνο το Ε.ΠΑ.Μ. διακηρύττει, δηλαδή την αναγκαιότητα της καταγγελίας του χρέους στο σύνολό του ως παράνομου και καταχρηστικού, απόρροια καταναγκασμών, εκβιασμών και μεθοδευμένης απάτης σε βάρος του ελληνικού λαού σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και την οριστική παύση αποπληρωμής του. Με την ταυτόχρονη, μάλιστα, διεκδίκηση αποζημιώσεων για τις βλάβες που έχουμε υποστεί από το κατοχικό καθεστώς, που επιβλήθηκε στη χώρα ακριβώς με πρόσχημα αυτό το παράνομο χρέος.
Ας δούμε, λοιπόν, τι σημαίνουν όλες αυτές οι τοποθετήσεις περί διαγραφής ενός μεγάλου τμήματος του χρέους.
Το χρέος είναι παράνομο ή μη «βιώσιμο»; Ή μήπως και τα δύο;
-Προτείνεται διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους μονομερώς και διαπραγμάτευση για το υπόλοιπο, ή προτείνεται συνολικά διαπραγμάτευση, που η πρόθεση είναι να καταλήξει σε μερική διαγραφή, έστω κι αν αυτή θα αφορά στο μεγαλύτερό του μέρος;
Απ’ όσο γνωρίζουμε από τις επί μέρους τοποθετήσεις, τόσο ο κ. Λαπαβίτσας και η ΕΔΕΚΟΠ αναφέρονται σαφώς σε διαπραγμάτευση, προτείνοντας μάλιστα διεθνή διάσκεψη για το χρέος. Ο κ. Τόλιος της ΛΑ.Ε. επίσης στο βιβλίο του αναφέρεται σε διαπραγματεύσεις, αποκλείοντας μάλιστα μονομερείς ενέργειες, διότι αυτές θα μας οδηγούσαν σε δικαστικές «περιπέτειες», που θα μας δημιουργούσαν προβλήματα στις διεθνείς μας σχέσεις. Αντίθετα στελέχη του ευρύτερου πολιτικού χώρου της αριστεράς έχουν εκφραστεί κατά καιρούς υπέρ της μονομερούς διαγραφής των χρεών. Διαπιστώνεται δηλαδή, μια σύγχυση αναφορικά με την πολιτική θέση σε σχέση με τον απαιτούμενο χειρισμό του κεφαλαιώδους ζητήματος του χρέους, η οποία θα πρέπει να διασαφηνιστεί το ταχύτερο από τους αντίστοιχους πολιτικούς φορείς.
Όμως, αφού προτείνεται μονομερής διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, με ποια διαδικασία αυτή θα επιτευχθεί;
Εάν πρόκειται, να καταγγελθεί το μεγαλύτερο μέρους του χρέους ως παράνομο, τότε γιατί η καταγγελία να μην αφορά στο σύνολο του χρέους;
Ποιο τμήμα του χρέους και προς ποιους πιστωτές θεωρούν -οι προτείνοντες- ότι είναι παράνομο και διαγράφεται μονομερώς και ποιο τμήμα του θεωρούν νόμιμο και άρα πληρωτέο με όρους που θα καθοριστούν κατόπιν των προτεινομένων διαπραγματεύσεων;
-Πως υπολογίζεται τελικά;
Φαίνεται, ότι η προτεινόμενη από κοινού μέθοδος είναι ο λογιστικός έλεγχος του χρέους, αλλά ένας τέτοιος έλεγχος απέχει μακράν από το να διαπιστώσει το τι αντέχουν πραγματικά η ελληνική οικονομία και τα νοικοκυριά να πληρώνουν.
Ένας τέτοιος έλεγχος μπορεί να μας δώσει χρήσιμα στοιχεία για την προέλευση του χρέους, ενδεχομένως την παρανομία στη δημιουργία μέρους του, ή εξ ολοκλήρου. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατό να καθορίσει τις αντοχές της οικονομίας και της κοινωνίας στην αποπληρωμή του.
Αυτές οι αντοχές είναι ένα από τα πρωτεύοντα κριτήρια στον καθορισμό της μερικής, ή της ολικής διαγραφής του χρέους. Το πρώτο κριτήριο βεβαίως, είναι αυτό της νομιμότητάς του και είναι το μόνο στοιχείο που μπορεί να προκύψει από έναν τέτοιον έλεγχο, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά ότι το χρέος είναι εξ ολοκλήρου παράνομο. Διότι ήδη η προέλευση του χρέους, η δομή και η εξέλιξή του μας είναι απολύτως γνωστά, έτσι κάποιες λεπτομέρειες που πιθανόν μας είναι άγνωστες σήμερα, θα γνωστοποιηθούν αφότου περιέλθει σε δημόσιο έλεγχο, τόσο ο υπό ξένη επιτροπεία κρατικός μηχανισμός, όσο επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος και οι υπόλοιπες συστημικές τράπεζες και δεν είναι δυνατό να αλλάξουν την εικόνα ενός κατ’ εξοχήν παράνομου και καταχρηστικού χρέους.
Συνεπώς τι μπορούμε να περιμένουμε από έναν τέτοιον λογιστικό έλεγχο;
Υπάρχει έστω κι ένα επιχείρημα που να μπορέσει, να στηρίξει σοβαρά την υπόθεση, ότι το χρέος, ή έστω ένα τμήμα του είναι νόμιμο, ή να δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για την παρανομία του;
Η αντιμετώπιση της «φύσης» του χρέους συνεπώς είναι η πρώτη σημαντική και κύρια διαφορά μεταξύ των επί μέρους προσεγγίσεων. Δηλαδή κατά πόσο το χρέος είναι εν τω συνόλω του παράνομο, ή απλά μη «βιώσιμο». Κατά τη γνώμη μας ισχύουν ταυτόχρονα και τα δύο! Και το αποδεικνύουμε.
Η διεθνής διάσκεψη για το ελληνικό χρέος
Εντύπωση πάντως προκαλεί η πρόταση Λαπαβίτσα για αίτημα της Ελλάδας να συγκληθεί διεθνής διάσκεψη για τη ρύθμιση του χρέους, αμέσως μόλις -και μετά τη στάση πληρωμών- αυτό καταστεί ληξιπρόθεσμο, με σκοπό τη διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του αρχικού κεφαλαίου.
Πολύ ωραία! Προς τα που και σε ποιους θα απευθύνεται αυτή η πρόταση;
Πόσο πιθανό είναι αυτή η πρόταση να γίνει αποδεκτή από τα υπόλοιπα μέρη (δανειστές);
Το «όπλο» της στάσης πληρωμών είναι αρκετό για να εξαναγκάσει τους «εταίρους» και πιστωτές μας να δεχθούν μια τέτοια διεθνή διάσκεψη;
Εάν αυτή η πρόταση στηρίζεται στο γεγονός, ότι το πρόβλημα του χρέους είναι συνολικότερο πρόβλημα της ευρωζώνης, το συνολικό χρέος της οποίας ξεπερνά τα 21 τρις ευρώ, πως μπορεί να είμαστε βέβαιοι ότι το αίτημα της Ελλάδας θα μπορέσει να γίνει αποδεκτό, ή μήπως οι Ευρωπαίοι δεν θα ψάξουν να βρουν τις λύσεις που τους συμφέρει κατά κανόνα σε βάρος των πλέον αδυνάμων, όπως πράττουν μέχρι σήμερα;
Αλλά κι αν μια τέτοια διάσκεψη συγκληθεί προκειμένου να αντιμετωπιστεί στο σύνολό του το πρόβλημα του ευρωζωνικού χρέους, τι μπορούμε να προσδοκούμε σε σχέση με αυτό, πέραν από επί μέρους ρυθμίσεις για προσχηματική επίτευξη «βιωσιμότητας» του ελληνικού χρέους;
Κι εάν τελικά δεν γίνει αποδεκτό ένα τέτοιο αίτημα; Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα;
Έστω όμως, ότι με κάποιο τρόπο γίνεται αποδεκτή η πρόταση και συγκαλείται η διεθνής αυτή διάσκεψη για το χρέος.
Ποιοι θα συμμετάσχουν;
Βεβαίως η Ελλάδα, η οποία και θα την επιδιώξει. Επίσης, αυτονόητο είναι να συμμετάσχουν εκπρόσωποι των δανειστών, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η Κομισιόν, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης που φέρονται να έχουν δανείσει την Ελλάδα. Ενδεχομένως και κάποιοι άλλοι όπως εκπρόσωπος των ΗΠΑ, αλλά έστω και εκπρόσωποι του ΟΗΕ.
Γιατί όλοι αυτοί να δεχθούν τις θέσεις της χώρας μας;
Ή μήπως οι συσχετισμοί θα μπορούσαν να είναι ποτέ ευνοϊκοί γι’ εμάς με κάποια τέτοια σύνθεση;
Θα μπορούσε να υπάρξει κάποια άλλη ευνοϊκότερη για τα εθνικά μας συμφέροντα σύνθεση μιας τέτοιας διάσκεψης; Και πως αυτή θα μπορέσουμε να τη διασφαλίσουμε;
Ποιες θα είναι τελικά οι θέσεις τις χώρας μας;
Γιατί δεν διατυπώνονται με σαφήνεια; Τι σημαίνει ακριβώς «με σκοπό τη διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του αρχικού κεφαλαίου»;
Γιατί δεν ορίζεται επακριβώς αυτό το «σημαντικό μέρος»;
Θα προσέλθουμε σε διαπραγματεύσεις και ό,τι «κάτσει»;
Και το ερώτημα επανέρχεται. Ποια θα είναι η διαπραγματευτική «γραμμή» της χώρας μας σε αυτή τη «διεθνή» διάσκεψη; Ότι το χρέος μας είναι μη «βιώσιμο», ή ότι είναι παράνομο;
Και πως είναι δυνατόν οι δανειστές έχοντας την πλειοψηφία μιας τέτοιας διαδικασίας να δεχθούν, ότι έστω κι ένα μικρό μέρος του χρέους θα μπορούσε να ήταν παράνομο; Πως είναι δυνατό να καθίσουν σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων και να αποδεχθούν, ότι παρανόμησαν συστηματικά επί σειρά πολλών ετών σε βάρος της χώρας και του ελληνικού λαού;
Εάν παρ’ όλα αυτά, επικαλεστούμε παρανομία στη δημιουργία και την εξέλιξη του χρέους, τότε μια διεθνής διάσκεψη δεν μπορεί να μετατραπεί σε δικαστήριο. Έτσι, η επίκληση αυτή θα μπορούσε ποτέ να έχει καμία τύχη;
Συνεπώς για να μπορέσει να υπάρξει μια τέτοιου είδους διάσκεψη, η Ελλάδα θα είναι υποχρεωμένη να δεχθεί εκ των προτέρων (a priori), ότι το χρέος στην ολότητά του είναι νόμιμο! Άρα, μήπως αυτό σημαίνει παραδοχή, ότι εμείς ευθυνόμαστε για την κατάστασή μας και απλά επιζητούμε επιείκεια μόνο λόγω αδυναμίας εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών μας;
Είναι δυνατό όμως να απευθύνεσαι στη διεθνή κοινότητα περίπου ως ζητιάνος και να επιζητείς επιείκεια και κατ’ εξαίρεση ρύθμιση του υπερβολικού σου χρέους, που το αποδέχεσαι ως νόμιμο και άρα τις αντίστοιχες διεκδικήσεις των δανειστών σου εξ ίσου νόμιμες;
Αυτό όμως δεν θα αποτελέσει, επίσης, πλήρη δικαίωση των δανειστών για τις πολιτικές που εφαρμόζουν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να εισπράξουν τα «χρεωστούμενα»;
Μήπως όμως επίσης αυτό θα σημάνει, ότι οικειοθελώς θα έχουμε απεμπολήσει κυριαρχικό μας δικαίωμα, αυτό της με πράξη κυριαρχίας διαγραφή του χρέους, σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα;
Πόσο θα διαρκέσουν αυτές οι διαπραγματεύσεις;
Τι θα γίνεται στο μεσοδιάστημα; Δεν θα υπάρχουν εξαιρετικά ισχυρές πιέσεις από τους δανειστές;
Η στέρηση της ρευστότητας δεν είναι το μοναδικό όπλο που διαθέτουν οι δανειστές, πολύ περισσότερο, εάν -σύμφωνα με τις προτάσεις- η χώρα παραμένει εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πόσο μπορεί να αντέξει μια κυβέρνηση τις πιέσεις, που θα συνεχίσουν να ασκούνται αυξανόμενες σ’ αυτή την περίπτωση;
Πόσο στοχοπροσηλωμένη θα μπορούσε να είναι μια δημοκρατική κυβέρνηση στην εφαρμογή των αναγκαίων πολιτικών στο εσωτερικό της χώρας κάτω από την πίεση που θα της ασκείται στο πεδίο των διαπραγματεύσεων;
Πολύ περισσότερο, όταν αυτές θα διεξάγονται εντός του ευρωενωσιακού πλαισίου, αφού οι προτείνοντες, είτε επιδιώκουν την παραμονή στην Ε.Ε., είτε παραπέμπουν σε μεταγενέστερη απόφαση την έξοδο από την Ε.Ε. μέσω δημοψηφίσματος;
Πως όμως είναι δυνατό να παραμένουμε, λες και δεν θα έχει συμβεί τίποτα στην Ε.Ε., όταν από την πρώτη στιγμή θα είμαστε υποχρεωμένοι να παραβιάσουμε καίρια τις ισχύουσες συνθήκες, από τις τέσσερις ελευθερίες του Μάαστριχτ, κυρίως αναφορικά με την κίνηση κεφαλαίων, προϊόντων και υπηρεσιών, μέχρι τις κοινές πολιτικές, όπως την ΚΑΠ;
Από την στιγμή μάλιστα, που υπογράψαμε Μνημόνιο Κατανόησης (ΜοU) με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM);
Όμως αυτό συνάδει πλήρως με τα μέτρα συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που προβλέπονται στη ΣΛΕΕ (Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης), και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Έτσι, η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη και η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος, δεν θα σημάνει αυτόματα μια διαρκή αντιπαράθεση με όλο το πλέγμα των θεσμών και των μηχανισμών, αλλά και των επί μέρους κρατών της ένωσης;
Συνεπώς, δεν είναι απολύτως λογικό να βρεθούμε συνεχώς κατηγορούμενοι, για την παραβίαση των κανόνων και των συνθηκών, με αποτέλεσμα να δίνουμε χρόνο και επιχειρήματα στους δανειστές;
Η ανακοίνωση της στάσης πληρωμών συνοδευόμενο μάλιστα με αίτημα διαγραφής μεγάλου μέρους του χρέους και η έξοδος από την ευρωζώνη, θα σημάνει έτσι κι αλλιώς μια πρωτοφανή ρήξη με ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Όποιος θεωρεί, ότι θα μπορούσε να υπάρξει συναινετική διαδικασία, με συμφέροντες όρους για τη χώρα μας, πλανάται. Όπως επίσης, το να γίνει αποδεκτό ένα αίτημα για εξαίρεση -έστω προσωρινή- της Ελλάδας από ολόκληρο το πλαίσιο κανονισμών και συνθηκών της Ένωσης. Αντίθετα, είναι πολύ πιθανό να εγερθούν άμεσα αξιώσεις σε βάρος της χώρας μας, ακριβώς διότι θα υποχρεωθεί να μην τηρεί τους «κανόνες», εάν θέλει να εφαρμόσει την πολιτική της.
Μήπως οι προτείνοντες τέτοιου είδους «συναινετικές» λύσεις εντός Ε.Ε., θα εξαναγκαστούν να προσαρμόζουν κάθε φορά τις αναγκαίες πολιτικές στο εσωτερικό της χώρας, ανάλογα με την πορεία των διαπραγματεύσεων και προκειμένου αυτές να μην τιναχθούν στον αέρα;
Έτσι, πόσο αρραγές μπορεί να αποδειχθεί το εσωτερικό μέτωπο σε επίπεδο κοινωνίας, αφού οι μηχανισμοί στο εσωτερικό, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν υπονομευτικά της προσπάθειας, κανείς δεν εγγυάται ότι θα πάψουν να δρουν, δημιουργώντας κλίμα ανασφάλειας έως και πανικού στους πολίτες;
Μήπως παραμένοντας εντός ευρωενωσιακού πεδίου, χάνουμε εντελώς το πλεονέκτημα της πρωτοβουλίας των κινήσεων, αφού θα απορρίπτονται το ένα μετά το άλλο τα αιτήματά μας; Κι αν τότε εξ ανάγκης πια, σε κάθε απόρριψη, θα προχωρούμε σε μονομερή ενέργεια, δεν θα βρισκόμαστε στη θέση του παραβάτη και του υπόλογου; Με τις εσωτερικές επίσης αντιδράσεις να κορυφώνονται;
Διότι εάν εξ αρχής προχωρήσουμε μονομερώς, όπως έχουμε κάθε δικαίωμα, θα είναι οι «εταίροι» και δανειστές, οι οποίοι θα σπεύσουν να διαπραγματευτούν μαζί μας, για να περισωθεί από την πλευρά τους, ό,τι είναι δυνατό. Σπάζοντας άμεσα την ετεροβαρή σχέση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη και ταυτόχρονα τις δεσμεύσεις του πεδίου εφαρμογής των επιδιώξεών τους σε βάρος μας, θα αλλάξουν συνολικά οι όροι και οι συσχετισμοί.
Εάν δεν συμβεί αυτό με τη δική μας πρωτοβουλία και τον προνομιακό γι’ εμάς έτσι καθορισμό των εξελίξεων, ποιος μπορεί να μας διαβεβαιώσει εκ των προτέρων, ότι η προσπάθεια θα είναι επιτυχής; Δηλαδή, μέσω της επιδίωξης διαπραγματεύσεων και συναίνεσης, κάτω από τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν, η όλη προσπάθεια απεγκλωβισμού μέσω της εξόδου από την ευρωζώνη δεν θα πάρει εντελώς διαφορετική πορεία από εκείνη που σχεδιάζεται; Με συνέπεια την ολική επαναφορά στις συνθήκες των μνημονίων και τη μετατροπή πιθανά του νέου εθνικού νομίσματος σε ένα παράλληλο νόμισμα, απολύτως εξαρτώμενο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τους υπόλοιπους «θεσμούς»;
Και αυτό τη στιγμή που τουλάχιστον στην πρόταση της ΕΔΕΚΟΠ «η Ελληνική Κεντρική Τράπεζα θα παραμείνει μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ακόμη και μετά την έξοδο από το Ευρωσύστημα». Τι νόημα έχει αυτό αλήθεια;
Δηλαδή, ποιος μπορεί ασφαλώς να μας εγγυηθεί, ότι η προσπάθεια εφαρμογής τέτοιων προτάσεων, όπως αυτή του κ. Λαπαβίτσα και των υπολοίπων, δεν θα μας βάλει από την πίσω πόρτα το διπλό νομισματικό σύστημα, φέρνοντας σε ακόμα δυσχερέστερη θέση την ελληνική κοινωνία και οικονομία, προκαλώντας ολοκληρωτική καταστροφή και δικαιώνοντας τους απανταχού ευρωλάτρες;
Πόσο αντέχουμε να πληρώνουμε;
Ωστόσο κι αν υποθέσουμε, ότι μένοντας εντός πλαισίου και μέσω αυτής της διεθνούς διάσκεψης που προτείνεται για το χρέος, ή μέσω άλλου τρόπου διαπραγμάτευσης καταλήγουμε κάποια στιγμή, αντέχοντας τις πιέσεις σε ένα αποτέλεσμα. Πόσο ευνοϊκό θα ήταν αυτό για τη χώρα μας;
Τι ποσοστό επί του χρέους αντέχει ο ελληνικός λαός να συνεχίσει να πληρώνει;
Αλλά και αν πάλι επιτευχθεί ένα ικανοποιητικό -κατά τους προτείνοντες- «κούρεμα» του χρέους, τι σημαίνει η «δραχμοποίηση» του υπολοίπου;
Τι σημαίνει ακριβώς για τους προτείνοντες «ρήτρα» ανάπτυξης και πως αυτή κατοχυρώνεται;
Ποιο τμήμα της επιτυγχανόμενης ανάπτυξης είναι διατεθειμένοι οι προτείνοντες να εκχωρούν στους δανειστές και ποιο τμήμα της θα καρπούται ο ελληνικός λαός;
Γιατί οι δανειστές να καρπούνται έστω ένα μικρό τμήμα της υπερβάλλουσας προσπάθειας του ελληνικού λαού για ανάκαμψη από την απόλυτη φτωχοποίηση που οι ίδιοι τον έφεραν;
Έτσι, στην περίπτωση που θεωρηθεί, ότι ένα μέρος του χρέους, ή το σύνολό του, είναι νόμιμο και δίκαια απαιτητό από τους δανειστές, τότε πρώτα πρέπει να δούμε τι ποσοστό αυτού του χρέους είναι δυνατό να αποπληρώνει η χώρα, έστω και με τη λεγόμενη «ρήτρα» ανάπτυξης, που προτείνεται. Έτσι, ώστε όχι μόνο να μην επιβαρυνθούν με αυτή την αποπληρωμή επί πλέον τα νοικοκυριά, αλλά και να περισσεύουν επαρκείς πόροι που θα κατευθύνονται στο εισόδημα των νοικοκυριών για την αύξηση της ενεργού ζήτησης, καθώς και στην παραγωγική ανασυγκρότηση και στην εν γένει οικονομική ανάταξη.
Τι σημαίνει όμως «ρήτρα» ανάπτυξης;
Σημαίνει, εν πολλοίς, ότι η εξυπηρέτηση του χρέους θα αυξάνεται σε περιόδους μεγέθυνσης, ενώ θα μειώνεται σε περιόδους ύφεσης της οικονομίας. Επίσης, όπως ο κ. Λαπαβίτσας προτείνει, θα επιδιωχθεί να τεθεί ένα όριο αποπληρωμής του χρέους (τόκων και κεφαλαίου) σε σχέση με το ΑΕΠ ή τις εξαγωγές, σε όλες τις μορφές διακανονισμού του χρέους.
Ωστόσο -κατ’ αρχήν- αυτό προϋποθέτει τη συμφωνία των δανειστών. Τι είναι εκείνο που θα πείσει τους δανειστές να την αποδεχτούν;
Με τι ακριβώς αντισταθμίσεις θα δοθεί αυτή η ρήτρα;
Πόσο μπορεί να ισχύει το ιστορικό προηγούμενο της ρύθμισης του χρέους της Γερμανίας, στην περίπτωσή μας;
Διότι -τότε- ήταν εντελώς διαφορετικά τα γεωπολιτικά διακυβεύματα σε σχέση με την Σοβιετική Ένωση και την ανάγκη «οχύρωσης» της Δύσης απέναντι στον αποκαλούμενο κομμουνιστικό κίνδυνο. Ούτε εκείνες οι ρυθμίσεις αποτέλεσαν ποτέ τμήμα του διεθνούς, ή ευρωπαϊκού δικαίου, είτε πάγια διεθνή πρακτική, στην περίπτωση ρύθμισης δημοσίων χρεών. Στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι ένα πολιτικό επιχείρημα που θα μπορούσαμε να το επικαλούμαστε. Αρκεί αυτό να μην απευθύνεται στο εσωτερικό της χώρας…
Αλλά, ακόμα και με τέτοιου τύπου «διευκολύνσεις» στις αποπληρωμές, πως και από που θα πληρώνονται τα τοκοχρεολύσια; Με νέο δανεισμό, ή με περαιτέρω αφαίμαξη των εισοδημάτων των νοικοκυριών;
Μα εάν οι πληρωμές των τοκοχρεολυσίων γίνονται με εκ νέου δανεισμό από τις «αγορές» έστω και με χαμηλά επιτόκια, αυτό δεν θα σημάνει, ότι το χρέος θα αρχίσει να ξαναμεγαλώνει, αφού αυτά θα έρχονται να επικάθονται επάνω στα αρχικά;
Μήπως η εκτίναξη του χρέους την επταετία 2002-2009, που υπερδιπλασιάστηκε, δεν οφείλεται ακριβώς σε αυτό το γεγονός;
Δηλαδή, την εξόφληση των παλαιών χρεών της προ 2002 περιόδου, με νέα δάνεια, μέσω της μεθόδου της ανακύκλωσης των τοκοχρεολυσίων;
Κι εάν όπως αποδείχθηκε, προκειμένου το χρέος της περιόδου μετά την ένταξή μας στην ΟΝΕ, να μη γίνει δυσβάστακτο μέσω αυτής της ανακύκλωσης, θα έπρεπε να επιτυγχάνονται πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα συνεχώς και κάθε χρόνο -ίσως και πλέον του 10% του ΑΕΠ-, σε τι ύψος θα πρέπει να ανέρχονται τα πρωτογενή πλεονάσματα στη νέα περίοδο και με τη μέθοδο που προτείνουν ο κ. Λαπαβίτσας και οι υπόλοιποι;
Σε τι ύψη θα πρέπει να εκτιναχθεί η «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας προκειμένου να επιτυγχάνει συνεχώς πρωτογενή πλεονάσματα; Αφού το πρόβλημα κατά τον ίδιο τον κ. Λαπαβίτσα είναι η «ανταγωνιστικότητα» την οποία θα επιδιώξει να βελτιώσει μέσω της -κατ’ αυτόν- αναγκαίας υποτίμησης του νέου εθνικού νομίσματος;
Κι αν υποθέσουμε, ότι τα πρωτογενή ελλείμματα/πλεονάσματα, μπορούν να καλύπτονται με την κοπή νέου χρήματος, πως θα εξασφαλισθεί η ταχεία άνοδος της ανταγωνιστικότητας για την εξασφάλιση ικανών πλεονασμάτων του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών και κυρίως του εμπορικού, προκειμένου να περισσεύουν χρήματα αποπληρωμής των χρεών, εάν όχι με την περαιτέρω συρρίκνωση των μισθών και εν γένει των εισοδημάτων, καθώς και με τις συνεχείς νομισματικές υποτιμήσεις, που επίσης θα οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα;
Βεβαίως σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται η πρόταση για δραχμοποίηση του χρέους, η οποία ενδεχομένως θα μπορούσε, να καταστήσει την κατάσταση ανεκτή. Ας τη δούμε:
Τι θα σημάνει η «δραχμοποίηση» του χρέους;
Η «δραχμοποίηση» αυτή μπορεί να γίνει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών;
Υπενθυμίζουμε ότι με τη 2η δανειακή σύμβαση και τις ρυθμίσεις του PSI, ολόκληρο το δημόσιο χρέος της χώρας εντάχθηκε στο αγγλικό δίκαιο και ρητά απαγορεύτηκε η μετατροπή του σε εθνικό νόμισμα. Βλέπουμε, ότι οι δανειστές μας φρόντισαν πολύ νωρίς να «δέσουν τον γάιδαρό τους» από όλες τις πλευρές! Εδώ κάποιος θα αντιτείνει, ότι προφανώς οι δανειακές αυτές συμβάσεις και τα μνημόνια, που τις συνοδεύουν θα καταργηθούν!
Σωστό. Αλλά πως θα γίνει αυτό; Μέσω διαπραγματεύσεων, ή μονομερώς με πράξη κυριαρχίας της χώρας;
Φαντάζομαι, ότι και οι προτείνοντες κατανοούν, ότι στο προκείμενο δεν έχουν νόημα οι διαπραγματεύσεις, αλλά από την πρώτη στιγμή η όποια δημοκρατική κυβέρνηση οφείλει να προχωρήσει μονομερώς με πράξεις κυριαρχίας, μαζί με την ανακοίνωση της εξόδου από την ευρωζώνη.
Αφού λοιπόν, θα είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε μονομερείς ενέργειες εξ αρχής με την οριστική κατάργηση των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων, γιατί αυτές να μην αφορούν στο σύνολο του προβλήματος και την απαλλαγή μας οριστικά από αυτό, αλλά μόνο ένα αρχικό τμήμα του;
Αλλά έστω, ότι προχωράμε με αυτή τη μέθοδο, αρχικές μονομερείς ενέργειες για να «εκβιάσουμε» στη συνέχεια διαπραγματεύσεις, με ευνοϊκούς για ‘μας όρους. Τι θα συμβεί;
Εάν δεν εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη τους, τι θα γίνει; Θα προχωρήσουμε ξανά μονομερώς;
Διότι, ποιος δανειστής θα δεχθεί να μετατρέψει τις απαιτήσεις του από ευρώ σε νέα δραχμή;
Γιατί να το κάνει;
Κι αν το δεχθεί τελικά, κάτω από τις συνεχείς δικές μας απειλές για μονομερείς ενέργειες, με τι επιτοκιακή, ή άλλη σοβαρή αντιστάθμιση, όταν έχει αποδειχθεί τόσα χρόνια, ότι δεν χαρίζουν «ούτε τον πυρετό τους»;
Διότι όταν προσέρχεσαι σε διαπραγματεύσεις, κάτι πρέπει κι εσύ να είσαι έτοιμος να δώσεις. Τι θα είναι αυτό;
Η αυτόματη μετατροπή από την παλιά δραχμή σε ευρώ των κρατικών ομολόγων, όταν η Ελλάδα πέρασε στην ευρωζώνη, έγινε σε συνεννόηση με τους κατόχους τους και μάλιστα διατηρώντας τα υψηλά επιτόκια της παλιάς δραχμής στη νέα αξία σε ευρώ. Συνεπώς, οι κάτοχοι του ελληνικού χρέους αποζημιώθηκαν με το παραπάνω και δέχθηκαν την μετατροπή, μολονότι τότε δεν μπορούσαν, να έχουν πολλές διαφορετικές επιλογές.
Ας φαντασθούμε τι θα συμβεί σήμερα, που η ευκολότερη επιλογή γι’ αυτούς -και μάλιστα αυτό αφορά στον ESM και ολόκληρο το ευρωσύστημα- είναι να αρνηθούν! Πιέζοντας κι αυτοί από την πλευρά τους. Θαρρώ, ότι κάτι, τέλος πάντων, θα τους έχει απομείνει για να ασκούν πιέσεις.
Όμως ακόμη κι αν δεχθούμε, ότι σε κάποια φάση της «σκληρής» διαπραγμάτευσης οι δανειστές θα αποδεχθούν έστω ένα μέρος του δημοσίου χρέους να πληρωθεί σε νέα δραχμή με κάποια «λογική» γι’ εμάς επιβάρυνση, τι θα συμβεί;
Πέρα από το νέο δανεισμό, ή τις φοροεπιδρομές και τη λιτότητα, που θα χρειάζονται για να υποχρεωθούν τα νοικοκυριά και με τη νέα δραχμή να πληρώνουν τα τοκοχρεολύσια, οι δανειστές θα βρεθούν με μεγάλες ποσότητες του νέου νομίσματος στην κατοχή τους.
Ποιος θα τους εμποδίσει τότε, από το να κερδοσκοπήσουν ασύστολα με το νέο νόμισμα στις διεθνείς χρηματαγορές (forex), προκειμένου να εξαναγκάσουν την εθνικοποιημένη Τράπεζα της Ελλάδας να εξαντλεί τα συναλλαγματικά της αποθέματα για να συγκρατήσει τα σκαμπανεβάσματα του εθνικού νομίσματος;
Αυτό δεν έκαναν και στην Αργεντινή, μόνο και μόνο για τη γονατίσουν και να την εξαναγκάσουν να βγει στις παγκόσμιες αγορές κεφαλαίου για δανεισμό σε σκληρό συνάλλαγμα και να την εγκλωβίσουν ξανά;
Πως αλήθεια, όλα αυτά θα αποφευχθούν;
Όμως ακόμα κι αν θα μπορούσαν θεωρητικά, να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα μέσω παρόμοιων διαδικασιών, τι είναι εκείνο που πείθει τον κ. Λαπαβίτσα και τους υπόλοιπους που υποστηρίζουν ανάλογες προτάσεις μερικής διαγραφής του χρέους και ρύθμισης του υπολοίπου με ανάλογους τρόπους «δραχμοποίησης» και με «ρήτρες» ανάπτυξης, ότι θα τα καταφέρουν; Και μάλιστα με έναν τρόπο που δεν θα γυρίσουν όλα «μπούμερανγκ» σε βάρος μας;
Πως είναι τόσο σίγουροι, ότι θα κερδίσουν, ή ότι έχουν τουλάχιστον τις πιθανότητες με το μέρος τους;
Με τόσα και άλλα τόσα ερωτηματικά που προκύπτουν, πως είναι δυνατό τέτοιες προτάσεις να αποτελούν το βασικό σχέδιο, με βάση το οποίο θα οργανωθεί και θα επιτευχθεί ομαλά η μετάβαση στο νέο εθνικό νόμισμα και στην ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας που έχουν πληγεί βάναυσα από το καθεστώς των μνημονίων;
Δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο για πειραματισμούς
Εν κατακλείδι, θεωρούμε, ότι μετά από επτά συνεχή χρόνια κανιβαλισμού της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, με σκληρή λιτότητα, φτωχοποίηση, διάλυση του παραγωγικού ιστού και ύφεση, που ούτε σε πολεμικές περιόδους δεν παρατηρείται, δεν υπάρχουν περιθώρια για πειραματισμούς με μεσοβέζικες και φοβικές, ή ιδεοληπτικού χαρακτήρα προσεγγίσεις και προτάσεις!
Ένα είναι απολύτως βέβαιο. Δεν περισσεύει πλέον ούτε ένα σεντ για την αποπληρωμή του χρέους. Είτε σε ευρώ, είτε στο νέο εθνικό νόμισμα!
Πολύ περισσότερο, όταν το έλλειμμα του μέσου νοικοκυριού για την κάλυψη των βασικών του καταναλωτικών δαπανών ξεπερνά το 20% του διαθέσιμου εισοδήματός του, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία (πηγή ΟΟΣΑ, Household Accounts 2016). Από που λοιπόν θα προέλθουν τα χρήματα για την αποπληρωμή έστω και ενός ελάχιστου ποσοστού από το χρέος; Δυστυχώς, εξυπηρέτηση χρέους χωρίς νέες φοροεπιδρομές και βάρβαρη λιτότητα σε βάρος των νοικοκυριών και του λαού συνολικά, δεν μπορεί να γίνει σε μια οικονομία που δεν παράγει επαρκές διαθέσιμο εισόδημα ούτε καν για τις βασικές καταναλωτικές της δαπάνες.
Φυσικά κάποιος εδώ μπορεί να αντιτείνει, ότι με την καθιέρωση του νέου εθνικού νομίσματος, την παύση πληρωμών του χρέους μέχρι να καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις, καθώς και με την ταχύρρυθμη ανάπτυξη που θα επιτευχθεί, θα υπάρξει -σε κάποιο χρονικό βάθος- η δυνατότητα σταδιακής αποπληρωμής κάποιου τμήματος του χρέους. Όμως αυτός που θα επικαλεσθεί κάτι τέτοιο, οφείλει να μας πει και να αποδείξει σε πόσο χρόνο και με πόσο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, θα επιτευχθεί η κάλυψη αυτού του ελλείμματος του -20% στο εισόδημα των νοικοκυριών και θα αρχίσει να υπάρχει και ικανό περίσσευμα για το χρέος. Το οποίο περίσσευμα όμως, ξανά, με αυτού του τύπου τις προτάσεις, αντί να το καρπωθούν τα νοικοκυριά για να καλύψουν τις ζημιές που υπέστησαν τόσα χρόνια, καθώς και συνολικά η ελληνική οικονομία, θα το καρπώνονται οι ξένοι δανειστές.
Όμως ακόμα και σε αυτή την τόσο αισιόδοξη περίπτωση, που μέλει να αποδειχθεί σε βάθος χρόνου, η αποπληρωμή των χρεών με όποιο τρόπο κι αν θα γίνεται, θίγει ή όχι το δημόσιο συμφέρον της Ελλάδας;
Κι εάν το θίγει, για ποιο λόγο να απεμπολήσουμε οικειοθελώς τα δικαιώματα που το ίδιο το διεθνές δίκαιο μας αναγνωρίζει σε σχέση με τη διαγραφή των χρεών;
Ανάγκη η άμεση καταγγελία και ολική διαγραφή του χρέους
Συνεπώς η ολική διαγραφή του χρέους ακόμα και στην περίπτωση, που θα μπορούσε, να θεωρηθεί έστω και μερικώς νόμιμο είναι περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, Ανάγκη! Στοιχειώδης ανάγκη επιβίωσης για την πατρίδα και τον λαό μας!
Και η διαγραφή αυτή επιτυγχάνεται εξ αρχής μονομερώς! Ασκώντας όλα τα νόμιμα δικαιώματά μας ως κυρίαρχο κράτος, όπως αυτά προκύπτουν και κατοχυρώνονται από το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων του ΟΗΕ.
- Διότι το χρέος αυτό κατέστη με την υπογραφή ήδη του πρώτου μνημονίου και στη συνέχεια με όλα τα υπόλοιπα και τις συνέπειές τους, εξ ολοκλήρου παράνομο, καταχρηστικό επονείδιστο και επαχθές, κατά παράβαση του ελληνικού Συντάγματος, του διεθνούς, αλλά και αυτού του ίδιου του ευρωπαϊκού δικαίου, των άρθρων 48-52 της Σύμβασης της Βιέννης αναφορικά με το Δίκαιο των Συνθηκών, των αποφάσεων Γενικών Συνελεύσεων του ΟΗΕ, του δόγματος Calvo κτλ. Απέκτησε έτσι όλα τα χαρακτηριστικά που το αγγλικό δίκαιο ορίζει ένα χρέος ως ληστρικό. Δηλαδή, όταν ο δανειστής απαιτεί, να πληρωθεί το όποιο δάνειο με δυσβάσταχτο τρόπο, με όρους, συνθήκες και δεσμεύσεις υπέρ του. Ήτοι, ληστρικό είναι ένα χρέος «που απαιτεί από τον οφειλέτη να καταβάλει "κατάφωρα υπερβολικές" πληρωμές, ή η εξυπηρέτησή του χρέους αυτού, καταπατά κατάφωρα τα χρηστά ήθη και τις συνήθεις πρακτικές των έντιμων εμπορικών συναλλαγών» (Consummer Credit Act 1974, 2006). Μάλιστα προβλέπεται πώς ο οφειλέτης μπορεί να καταγγείλει μονομερώς το χρέος του ως ληστρικό και τότε εναπόκειται στο δανειστή να αποδείξει ενώπιον του δικαστηρίου ότι δεν είναι.
- Επιπρόσθετα, τα διεθνώς ισχύοντα ορίζουν, ότι η δέσμευση που έχει μια κυβέρνηση απέναντι στον λαό της υπερτερεί έναντι οποιασδήποτε άλλης δέσμευσης, δανειστών ή οποιουδήποτε άλλου κράτους. Με βάση αυτά, για τα δημόσια χρέη ισχύει η εξής βασική αρχή: «όταν ένα κράτος αποκηρύσσει, ή φιλοδοξεί να ακυρώσει το δημόσιο χρέος του, δεν μπορεί να υπάρξει ζήτημα διεθνούς ευθύνης, εκτός εάν το μέτρο αυτό δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή αν κάνει διακρίσεις μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών εις βάρος των τελευταίων» (International responsibility. Second report by F. V. Garcia Amador, Special RapporteurDOCUMENT A/CN.4/106, p. 119), όπως πολύ σωστά ο Δημήτρης Καζάκης σε πρόσφατο σχετικό του άρθρο ήλθε να υπενθυμίσει.
Ή μήπως τίθεται θέμα διακρίσεων μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών πιστωτών;
Επίσης, το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο του 2014, αποδέχεται, ότι η αναδιάρθρωση και η διαγραφή του χρέους είναι κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους και δεν μπορεί να εμποδίζεται από κανέναν ιδιώτη δανειστή, ή άλλο κράτος. Αποδέχεται, επίσης, ότι η «βιωσιμότητα» του χρέους εξαρτάται από το αν μπορεί να εξυπηρετηθεί, χωρίς να θίγεται ο πυρήνας των ανθρώπινων, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων ενός λαού.Δηλαδή όλα αυτά που κατάφωρα καταπατούνται εδώ και επτά χρόνια από το χρεοκρατικό καθεστώς και τις δυνάμεις τις ξένης κατοχής.
Εν κατακλείδι, η λύση για το χρέος δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική, εφαρμοζόμενη ως πράξη κυριαρχίας ενός ανεξάρτητου κράτους και ενός απελευθερωμένου λαού! Θα είναι ριζική και οριστική, ή δεν θα υπάρξει! Η μετάβαση στο νέο εθνικό νόμισμα θα έλθει να βοηθήσει αποφασιστικά στην επίτευξη αυτού του σκοπού. Και αυτό δεν μπορεί να συμβεί εντός του στενού ευρωενωσιακού πλαισίου. Διαφορετικά πολύ σύντομα -έστω και μετά από προσωρινή ανακούφιση- θα οδηγηθούμε σε νέες -ίσως πολύ χειρότερες- περιπέτειες.
Καλούμε και παρακαλούμε όλους και όλες τις δυνάμεις, που συντάσσονται στην προοπτική μιας διαφορετικής, από την ακολουθούμενη, πορείας για τη χώρα, να σκεφτούν όλα τα παραπάνω πολύ σοβαρά. Να μην αποκόπτουν τα αίτια από αυτό που υφίσταται η χώρα και ο λαός σήμερα. Εάν δεν εξαλειφθεί το αίτιο από τη ρίζα του, τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Και αυτό μόνο με ρηξικέλευθες πολιτικές συνολικής αλλαγής πλαισίου μπορεί να επιτευχθεί!
Ο Όθωνας Κουμαρέλλας είναι αρχιτέκτονας και μέλος της Π.Γ. του Ε.ΠΑ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια και οι κριτικές σας είναι ευπρόσδεκτες και προσφέρουν σε έναν εποικοδομητικό διάλογο. Υβριστικές εκφράσεις και άσεμνο περιεχόμενο είμαστε υποχρεωμένοι να τα διαγράφουμε.